- σαπουνίζω
- και σαπωνίζω Ν [σαπούνι / σάπων]πλένω, καθαρίζω με σαπούνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπουνίζω — σαπουνίζω, σαπούνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαπουνίζω — σαπούνισα, σαπουνίστηκα, σαπουνισμένος, πλένω με σαπούνι: Σαπούνισε το πρόσωπό σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπούνισμα — το, Ν [σαπουνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπουνίζω, ο καθαρισμός, το πλύσιμο με σαπούνι … Dictionary of Greek
σαπωνίζω — Ν βλ. σαπουνίζω … Dictionary of Greek